- ὄκκαβος
- ὄκκαβος, ὁ,A bracelet, armlet, EM383.21, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όκκαβος — ὄκκαβος, ὁ (Α) βραχιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά και σε λατινικές επιγραφές με τη μορφή occabus] … Dictionary of Greek
ὄκκαβος — bracelet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκκάβῳ — ὄκκαβος bracelet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)